- πηλοβάτης
- πηλο-βάτης [ᾰ], ου, ὁ,A mud-walker, name of a frog, v. l. in Batr. 241.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλοβάτης — ο, ΝΑ νεοελλ. γένος άνουρων βατράχων που σκάβουν με τα πίσω πόδια τους την ιλύ ή την άμμο και χώνονται γρήγορα μέσα σ αυτήν αρχ. αυτός που περπατάει μέσα στη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο βάτης. Η λ. με τη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πηλοβατίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. άνουρο αμφίβιο, ο πηλοβάτης αρχ. η πηλοπατίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
πηλοβάτηση — και πηλοβασία, η, Ν [πηλοβατώ / πηλοβάτης] το περπάτημα μέσα στη λάσπη … Dictionary of Greek
πηλοβατώ — έω, Ν πατάω μέσα στις λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek